- συνεκπλέουσα
- συνεκπλέωsail out along withpres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)συνεκπλέωsail out along withpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκπλέω — και ιων. τ. συνεκπλώω Α 1. εκπλέω μαζί με κάποιον 2. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. στον εν. ή στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνεκπλέουσα ή Συνεκπλέουσαι ονομασία κωμωδίας τού Φιλιππίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπλέω «αποπλέω, διαπλέω»] … Dictionary of Greek